βιδάνιο

βιδάνιο
το (λ. ιταλ.)
1. το ποσοστό από τα κέρδη που παρακρατείται από τη χαρτοπαικτική λέσχη προς όφελός της.
2. το ποτό που μένει στον πάτο του ποτηριού, το απόπιομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιδάνιο — το 1. τα υπολείμματα του κρασιού στα ποτήρια των πελατών μιας ταβέρνας 2. πράγμα μη γνήσιο, ψεύτικο 3. το ποσοστό του κερδηθέντος ποσού στη χαρτοπαιξία που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη (αλλ. γκανιότα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guadagno «κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • γκανιότα — και κανιότα, η το ποσοστό του κερδιζόμενου ποσού που καταβάλλεται υπέρ τής χαρτοπαικτικής λέσχης, βιδάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cagnotte «πανέρι όπου βάζουν το βιδάνιο»] …   Dictionary of Greek

  • απόπιμα — απόπιμα, το και απόπιομα, το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, βιδάνιο: Στους μισομεθυσμένους ο ταβερνιάρης έδινε να πιουν κι αποπίματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”